ηλεκτρακουστική

ηλεκτρακουστική
η электроакустика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ηλεκτρακουστική" в других словарях:

  • ηλεκτρακουστική — η κλάδος τής ηλεκτρονικής τεχνολογίας και τής ακουστικής που ασχολείται με τη θεωρητική έρευνα και τις πρακτικές εφαρμογές τής μετατροπής ενός ηχητικού σήματος σε ηλεκτρικό και αντίστροφα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electroacoustics < …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • ακουστικό — το 1. ηλεκτρακουστική συσκευή που χρησιμοποιείται από τους βαρήκοους. 2. συσκευή η οποία μετατρέπει το ηλεκτρικό ρεύμα σε ήχο. 3. ιατρικό εργαλείο που αποτελείται από μικρή χοάνη προσαρμοσμένη σε δυο λαστιχένιους σωλήνες που τα άκρα τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»